Γράφει ο Τάκης Ξαπλαρής
Ω, πόσο είμαι ευτυχισμένος!... Σήμερα έχω τη γιορτή μου! Θέλω χαρά στο σπίτι, τη γυναικούλα μου στην αγκαλιά μου κι αν έρθει και κανένας επισκέπτης να ευχηθεί – που δε θα έρθει δηλαδή, λόγω κρίσης – θα τον κεράσω σοκολατάκια!... (Ελπίζω μόνο να μην έχουν λήξει). Η Σούλα, από το πρωί φοράει το καλό χαμόγελό της και μού κάνει όλα τα χατίρια:
«Τι φαγητό θέλεις να σού φτιάξω, τζουτζούκο μου»;
«Κολοκύθια τούμπανα», είπα εγώ για να τη δοκιμάσω… (Αυτό συνέβη το μεσημέρι).
Αμέσως έτρεξε στον μανάβη· αγόρασε τα κολοκύθια. Στη συνέχεια πέρασε από το Ωδείο της γειτονιάς· δανείστηκε τα τούμπανα… Κι όταν μού σέρβιρε τα βραστά κολοκύθια και κάθισα να τα φάω, αυτή χτυπούσε τα τούμπανα … Ωραίες στιγμές!... Οικογενειακές…
«Τι δώρο θέλεις να σού πάρω, τζουτζούκο μου»;
«Όλα κι όλα…», τη μάλωσα τρυφερά. «Το δώρο είναι μυστικό. Ο εορτάζων το βλέπει πάντα όταν τού το προσφέρουν»… (Αυτονόητα πράγματα).
«Σού αρέσουν οι εκπλήξεις, ε;», θαύμασε εκείνη.
«Φυσικά! Τόσες και τόσες εκπλήξεις μάς κάνει η κυβέρνησή μας… Δεν δικαιούμαι κι εγώ μία»;
«Τέλεια…», πανηγύρισε. «Περίμενε και θα δεις! Το βράδυ θα σού έχω μια έκπληξη»!...
«Μμμ, τι; Τι;»…
Έκανε να απαντήσει το βούρλο, αλλά τής έκλεισα με την παλάμη το στόμα… Κατόπιν όμως, με κυρίεψε η αγωνία… Η αγωνία δεν μ’ άφησε ούτε τώρα που βράδιασε, περασμένες οχτώ η ώρα… Τι άραγε έκπληξη θα μού κάνει; Οι ειδήσεις, στο μεταξύ, στα κανάλια δίνουν και παίρνουν. Ή, μάλλον, ΔΕΝ παίρνουν… «Δεν παίρνουμε τη δόση», σκούζει το άλφα κανάλι. «Μάς αργούνε τη δόση», παραπονιέται το βήτα κανάλι.
(Το γάμα κανάλι λέει: «Γ τα»)…
Εμ, αφού λαλούν πολλοί κοκόροι; Δεν ξέρανε ότι θα αργούσε να ξημερώσει; Τώρα, δήθεν πέφτουν απ’ τα σύννεφα. Σιγά το καλσόοον! Το καλσόοον!...
«Τι φωνάζεις, βρε Τάκη μου; Το φοράω το καλσόν. Τα σκουλαρίκια βάζω κι είμαι έτοιμη»!
«Εεε, συγνώμη, Σούλα μου… Σκεφτόμουν φωναχτά».
«Καλά, δεν πειράζει».
«Αράπη μου, τώρα γιατί ετοιμάστηκες; Νύχτωσε πια· δεν θα ξαπλώσουμε στο κρεβατάκι μας»;
«Τι λες, καλέ; Σε λίγο θα έρθουν οι καλεσμένοι ΜΟΥ»!...
«Οι καλεσμένοι ΣΟΥ;».
«Δεν είπαμε ότι θα σού κάνω ένα δώρο-έκπληξη»;
«Το είπαμε, αλλά νόμιζα ότι το ξείπαμε»…
«Α, ό,τι λέω, δεν ξελέω»…
Πάνω στην κουβέντα, χτύπησε το κουδούνι. Ντριιιννν… Ντριιιννννν…
«Αχ!... Ήρθανε κιόλας. Τάκη, Τακούλη, γρήγορα!... Κρύψου μέσα στο σαλόνι»! (Η Σούλα αναμπουμπουλιάστηκε).
«Να μπω καλύτερα στην κρεβατοκάμαρα; Στο σαλόνι θα περάσεις τους καλεσμένους σου»…
«Όχι, παιδί μου!... Τους καλεσμένους μου θα τους περάσω στο hall»… (Έβγαλε τη λέξη χωλ από τα χείλη της με άψογη βρετανική προφορά).
«Στο …χωλ»;
«Στο hall…», με διόρθωσε. «Μάθε να το λες σωστά, αγράμματε».
«Ό,τι πεις εσύ, μωρό μου», δαγκώθηκα…
Μ’ έπιασαν τα νεύρα μου, αλλά οι άνθρωποι περιμένουνε στην πόρτα κι αν αρχίσουμε να τσακωνόμαστε, θα είναι μεγάλη ντροπή… «Τον βραδινό σου το θυμό να τον φυλάξεις το πουρνό», λέει μια παροιμία. Μόλις φύγουνε, τη συγυρίζω… (Με αποχή από το σεξ – αν αντέξω).
Συνεχίζεται...