Γράφει ο Παναγιώτης Τουμάσης
Η ΚΛΩΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΣΟΥΛΑΣ (Μέρος Γ΄)
«Τα σίδερα της φυλακής είναι για τους λεβέντες» – αχ, ν’ αγιάσει το στόμα του, αυτουνού που το έβγαλε! (Αν και είναι τόσο παλιό, που όχι μόνο θα έχει αγιάσει πλέον, αλλά μπορεί και να έχει …χορταριάσει για τα καλά)!...
Μπρρρ… Κακίες!
Ποιος το περίμενε ότι θα ’ρχόταν ώρα,
ποιος το περίμενε πως θα ‘φτανε ποτέ στιγμή,
μες στον Κορυδαλλό, χωρίς μια θερμοφόρα,
εγώ να κάθομαι και να με τρών’ οι στεναγμοί…
Το κελί μου, νούμερο 42 (ίδιο νούμερο με τα παπούτσια μου), ήταν ευρύχωρο. Εκτός από μένα, βρισκόταν κλεισμένη και μια κοπέλα που έμοιαζε με τη Βουγιουκλάκη στα καλύτερά της… Αισθάνθηκα λίγο σαν τον Παπαμιχαήλ. Και τι δε θα ’δινα, να παρουσιαζόταν τώρα ένα ποντίκι και να πηδούσε τρομαγμένη στην αγκαλιά μου.
Όπως συνέβη στην ταινία του Φίνου, καλή ώρα…
Ποντίκι όμως πουθενά! Δυστυχώς, μ’ αυτή την κρίση, χαθήκανε και τα ποντίκια… Ή μπορεί να χρησιμοποιούν παγίδες οι δεσμοφύλακες· ποιος ξέρει; Πριν αποσώσω την σκέψη μου, η σιδερένια πόρτα άνοιξε και ένα χέρι έσπρωξε μέσα κάποιο κακόμοιρο ανθρωπάκι, που μόλις το είδα, κάτι μού θύμιζε… Μα, τι μού θύμιζε; Α, ναι!... Θυμήθηκα…
«Ααα»!!!
Πήδηξα απ’ την τρομάρα μου στην αγκαλιά της κοπέλας. Αντί να πηδήξει εκείνη σε μένα, πήδηξα εγώ σ’ αυτή!...
«Φρουροί», τσίριξε η κοπέλα. «Με πηδάνε»!...
«Σσστ», έκανα σιγανά για να την προλάβω… «Κανένας δεν σε πηδάει, κορίτσι μου»…
«Μπα; Τι λέτε καλέ; Πάτε να με βγάλετε ψεύτρα»;
«Με προσβάλεις, παιδί μου», την επέπληξα. Πήρα σεβάσμιο ύφος… Παρόλα αυτά, εξακολουθούσα να κρέμομαι στα μπράτσα της!...
«Και τότε …γιατί κρέμεστε στα μπράτσα μου; Πιστεύετε ότι είναι αθώα αυτή η σκηνή»;
«Εντελώς αθώα! Σας βεβαιώ, δεσποινίς, πρόκειται περί πλάνης».
Πάτησα ξανά στο έδαφος τινάζοντας επιδεικτικά τα ρούχα μου από την σκόνη. Ήταν γεμάτη σκόνη η κακομοίρα. Φαίνεται, θα βρίσκεται πολύν καιρό φυλακισμένη…
«Λαυρέντης Λαυρεντόπουλος, του Λαυρέντη και της Αργεντινής», δήλωσε με πομπώδες ύφος ο νεοεισελθών. Μού έτεινε χειραψία. Την δέχτηκα.
«“Της Αργεντινής”, βεβαίως-βεβαίως», επανέλαβα…
«Μάλιστα», απάντησε. «Σας παραξενεύει»;
«Εμ, πώς να μην με παραξενεύει, κύριέ μου… Γιατί να μην είναι, της “Λαυρεντινής”, φέρ’ ειπείν»;
«Μα, δεν υπάρχει Λαυρεντινή… Άλλωστε, εγώ για Αργεντινή ετοιμαζόμουν. Αλλά με πιάσανε»!...
«“Αλλά με πιάσανε”, βεβαίως-βεβαίως», ξανά-επανέλαβα σκεφτικός…
«Γιατί επαναλαμβάνετε τα λεγόμενά μου»; Απόρησε ο άνθρωπος.
«Άσε, ρε φίλε… Έμπλεξα με κάτι κλώνους! Κι όποιος ανακατεύεται με τους κλώνους…»…
«Αχού, πώς μοιάζετε εσείς οι δύο!... Σαν δυο σταγόνες νερό, μοιάζετε!!!», αναφώνησε η κοπέλα δείχνοντας προς το μέρος μας με το δάχτυλό της…
«Τα βλέπεις»; Τού είπα. «Όποιος ανακατεύεται με τ…»… Η φράση μου, κόπηκε στη μέση. Δυο μανιασμένοι δεσμοφύλακες μπουκάρανε απότομα στο κελί και με πήρανε σηκωτό για τα περαιτέρω…
«Πού πάμε, βρε λεβέντες; Πού πάμε, ωρέ παιδιά»;
«Πάμε για να πατήσουμε την Τριπολιτσά»!...
Ξαφνικά, το κινητό του εξ ευωνύμων δεσμοφύλακα άρχισε να παίζει μουσική. Hawaii 5-0 στη διαπασών. «Ωχ, ο επιθεωρητής Μαγκάρετος», μούγκρισε το κτήνος… «Τι θέλει πάλι»;
«Εμπρός; Εμπρός; Ομιλείτε παρακαλώ»! (Άκου, άκου!... Μιλάει κόσμια τώρα).
«Στέλιος Μαγκάρετος εδώ»! (Ανοιχτή συνομιλία).
«Διατάξτε, κύριε επιθεωρητά»… (Ταπεινός τόνος φωνής).
«Πού έχετε εκείνη τη μισή μερίδα, τον Ξαπλαρή»; (Αγριεμένος ο άλλος).
«Εδώ τον έχουμε! Μαζί μας!... Τον στύβουμε από δεξιά, τον στύβουμε από αριστερά, τού συνθλίβουμε τα κόκκαλα και εντός ελαχίστων δευτερολέπτων θα τον ρίξουμε στον λάκκο με τα λιοντάρια»… (Τελικά, όλοι κρύβουμε έναν σαδιστή μέσα μας)…
«Εεε, συγνώμη, κύριοι δεσμοφύλακες…», μεσολάβησα… «Για μένα κουβεντιάζετε»;
«Ναι, ρε! Για σένα»!!!
«Χ@στηκα»… (Κυριολεκτικά).
«Τι ’πε, ρε»; Αναστατώθηκαν οι τύποι. Έτσι που αντιδρούσαν, αισθάνθηκα ενοχές…
«Την αλήθεια λέει! Το ρεμάλι, χ@στηκε!!! Μπόχα και δυσωδία!... Κόβουμε λάσπη, μάγκα»!... Με παρατήσανε σύξυλο κι απομακρύνθηκαν κακήν-κακώς μ’ όλη τους την τρεχάλα. Ο διάδρομος κενός… Ελευθερώθηκα! Μπορώ να το σκάσω!...
«Μαγκάρετος εδώ!... Τι τρέχει; Αναφέρατε»!!!
«Κούκου, κύριε Μαγκάρετεεε!...», σήκωσα την πεσμένη συσκευή από το πάτωμα.
«Πώωως»; Κόντεψε να πάθει αποπληξία.
«Ξαπλαρής εδώ!!! Την κάνω με ελαφρά κι άμα με ξαναδείτε, γράφτε μου»!...
ΕΠΕΞΗΓΗΣΗ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΩΝ:
α) Ο κλώνος Σούλα: Όταν φτάσει η στιγμή να βαρεθείς τον/την σύντροφό σου, δεν σε «γεμίζει» η μεγαλύτερη ποσότητα (οι δύο Σούλες εν προκειμένω), αλλά αναζητείς το νέο, το διαφορετικό – το οποίο στην ιστορία μας, συμβολίζεται με τη φυλακισμένη κοπέλα.
β) Μπόχα και δυσωδία: Όταν διαπράττονται αδικήματα του ποινικού δικαίου, πάντα υπάρχει μπόχα και δυσωδία. Είναι ολοφάνερο εδώ, για ποιο πράγμα μιλάμε. Στα τρία μέρη της ιστορίας μας, αγγίξαμε το θέμα σφαιρικά και εξ επόψεων που η δημοσιογραφία λόγω θεμιτής φυσικά προσήλωσης στην νομιμότητα δεν κάνει.
δ) Ο κλώνος Λαυρέντης: Όταν αρθρογραφείς για κάποιον συνάνθρωπο και τον ελέγχεις με την πένα σου, πρέπει να έχεις ταυτόχρονα το θάρρος να ταυτιστείς με αυτόν. Τότε μόνο μπορείς (κατά κόσμον) να τον ελέγξεις, υπό την έννοια ότι ελέγχεις πρώτιστα τον ίδιο σου τον εαυτό.