Γράφει ο Παναγιώτης Τουμάσης
Συνέβη κάτι πολύ φριχτό, πολύ αποτρόπαιο, πριν δυο-τρεις μέρες, στην Χερσόνησο της Κρήτης (κοντά στο Ηράκλειο). Κάτι με το οποίο δεν ασχοληθήκαμε ακόμα, αλλά πώς γίνεται να μην ασχοληθούμε; Ματώνει η ψυχή του ανθρώπου όταν ακούει τις λεπτομέρειες τούτης της ιστορίας.
Ας τα βάλουμε όμως με τη σειρά:
Η 37χρονη μάνα χάνει ξαφνικά το σύζυγό της στη χώρα της, τη Ρωσία, από τροχαίο… Πονεμένη αυτή, πονεμένα και τα δύο της παιδιά – αγόρια – ηλικίας πέντε και δώδεκα χρόνων, ακούει κάποια στιγμή στην τηλεόραση μια από τις πολλές διαφημίσεις για την Ελλάδα:
«Ήλιος, καλός καιρός, θάλασσα! Αυτή είναι η Ελλάδα!... Ελάτε στα παραθαλάσσια ξενοδοχεία μας που υπόσχονται όλες τις ανέσεις. Διασκέδαση για μικρούς και μεγάλους, από παγκοσμίου φήμης ανιματέρς!!! Παγωτό χωνάκι!... Σουβλάκι γύρος!... Οικονομικά πακέτα για ολιγοήμερες διακοπές»!
Ύστερα γύρισε και κοίταξε τα παιδάκια της που μαράζωναν… «Πού βρίσκεται τώρα ο μπαμπάς, μαμά»; Οι κακές γλώσσες μπορεί να είπανε εις βάρος της πως έφυγε «ταξιδάκι για να κάνει τη ζωή της». Αλλά δεν είναι έτσι. Πήρε τηλέφωνο το Ταξιδιωτικό Γραφείο.
«Τι χαρτιά χρειάζονται»;
«Έχουν απλοποιηθεί οι διαδικασίες. Μπορείτε να ταξιδέψετε μαζί με τα παιδιά σας, εφόσον είναι ανήλικα, μόνο με το δικό σας διαβατήριο».
«Η τιμή»;
Την ενημέρωσε για την τιμή του «πακέτου»… Φτηνή, δελεαστική, συμφέρουσα. Διαμονή δέκα ημερών με όλα πληρωμένα. Από τις 8 ως τις 18 Μαΐου. «Εντάξει», είπε. Προορισμός: Κρήτη – «το πιο ζεστό μέρος τούτη την εποχή»!
Ξεκίνησε και ήρθε στην Ελλάδα. Αδιαφορώντας για το τι θα πουν οι γείτονες. «Θεοί, πώς αγωνίζεται η ζωή για να περάσει! Θα ’λεγες, φουσκωμένο ποτάμι από την τρύπα βελόνας», έγραψε κάποτε ο Γιώργος Σεφέρης. Κύρια επιδίωξή της, να συνέλθουν τα παιδιά της από το σκληρό χτύπημα της …μοίρας!...
Της μοίρας…
Καταπληκτικό ξενοδοχείο! Στην παραλία της Χερσονήσου – μεταξύ Ηρακλείου και Μάλια, λέει ο χάρτης… Μπάνια, παγωτά, διασκέδαση, βόλτες… Τα παιδιά χαμογέλασαν και πάλι. «Ο κλόουν μαμά! Ο κλόουν κοίτα πώς χοροπηδά, κοίτα, κοίτα πώς κάνει»!!! Ο κλόουν ήταν ένας εικοσάχρονος αλητοτουρίστας που σερνόταν από ’δώ κι από ’κεί σ’ όλα τα ξενοδοχεία της περιοχής παρακαλώντας για δουλειά. «Δουλειά έχει εδώ, αφεντικό»; Κάπως έτσι…
«Τι ξέρεις να κάνεις»; Ρώτησε ο ξενοδόχος.
«Μιλάω τέλεια αγγλικά, ολλανδικά».
«Κορίνες ξέρεις»; Εξειδίκευσε ο ξενοδόχος.
«Αμέ, πώς! Διασκεδάζω τα παιδιά άμα λάχει! Και κορίνες, και ταχυδακτυλουργικά, και παντομίμα».
«Σπούδασες κάπου»;
«Άσε μας, ρε μπάρμπα. Άμα σού κάνω! Άμα δεν σού κάνω, πάω παρακάτω που με προσκυνάνε».
«Κάθισε, βρε παιδάκι μου! Μην αρπάζεσαι έτσι. Σε προσλαμβάνω. Θα μένεις στο πίσω δωματιάκι του ισογείου».
Και τον προσέλαβε, ο αθεόφοβος!!! Τον προσέλαβε για «κελεπούρι» – έτσι νόμιζε. «Ολλανδός πεινάλας», έτσι σκέφτηκε. Μήτε Ι.Κ.Α., μήτε σύκα κι όλα μέλι-γάλα. Τώρα, βέβαια, θα τού το κλείσουνε το ρημάδι του, και πολύ καλά θα κάνουνε! Ούτε ψύλλος στον κόρφο του, του ανόητου!... Πέρα από το μεγάλο κακό που προξένησε στον τουρισμό μας, ξεκίνημα της τουριστικής περιόδου. Της πιο κρίσιμης τουριστικής περιόδου για τη χώρα μας, ever…
Είτε τού τον παρέδωσαν (γιατί «τον βρήκαν εγκαταλελειμμένο») τον μικρό εκδρομικό σάκο του δωδεκάχρονου, είτε εξαρχής τον είχε βάλει στο μάτι, σημασία έχει πως ο εικοσάχρονος Ολλανδός βρέθηκε να τον κρατά σφιχτά στα χέρια του προσπαθώντας να τον κρύψει σε σίγουρο μέρος. Τα λάφυρά του; Ένα i-pad κι ένα κινητό τηλέφωνο τελευταίας τεχνολογίας (smart phone). Κι ο μικρός τον είδε! Ο δωδεκάχρονος τυχαία είδε τον κλόουν (που δεν ήταν τώρα ντυμένος κλόουν) να τρέχει να καταχωνιάσει τον δικό του σάκο!!! Ήταν κλοπή αυτό· δεν ήταν;
Έτρεξε πίσω του. Θα μείνει ίσως ανάπηρος για όλη του τη ζωή εξαιτίας του αυθορμητισμού του, αλλά έτσι έκρινε πως έπρεπε να κάνει. Ένας κλόουν δεν δέρνει τα παιδάκια. Ή μήπως όχι;
«Δώσε μού το! Είναι δικό μου»!
«Τι λες; Δεν είναι δικό σου!... Παλιοψεύτη»! (Διάλογος νοερός, καθώς ο Ολλανδός δεν γνώριζε ρωσικά. Ίσως το νόημα όμως να είναι πολύ παραπλήσιο).
«ΕΣΥ είσαι παλιοψεύτης!... Είναι δικό μου! Είναι το i-pad μου και το κινητό μου»!...
«Μπα; Ώστε επιμένεις; Για έλα μαζί μου!... Έλα να πάμε στον διευθυντή να δούμε ποιος έχει δίκιο»…
«Πού είναι ο διευθυντής»;
«Στο πάρκινγκ. Πήγε να πάρει το αυτοκίνητό του. Τρέξε να τον προλάβουμε»…
Ο μικρός, με την ελπίδα πως ο διευθυντής του ξενοδοχείου θα τον πιστέψει – πιθανότατα τον είχε γνωρίσει μαζί με τη μητέρα του τις προηγούμενες μέρες – και θα τού δώσει πίσω τον σάκο του, ακολούθησε χωρίς πολλές δυσκολίες τον …σφαγέα του…
«Πού πάμε, Πατέρα μου, καλέ μου Πατερούλη»; «Βιάσου, αγόρι μου, να προλάβουμε! Θυσία έχουμε να κάνουμε στην κορυφή του βουνού», απάντησε ο Αβραάμ. Όμως εδώ, ο μικρός Ισαάκ δεν είχε να κάνει με κανέναν Αβραάμ. Είχε να κάνει με τον χειρότερο Κάιν της ζωής του!!! Τον ζωντανεμένο Κάιν της Βίβλου!!!
Στο πάρκινγκ ο Ολλανδός χτύπησε αιφνιδιαστικά το παιδί με μανία!
«Γιατί με δέρνεις»;
«Θα σε σκοτώσω, βρωμόπαιδο»!
«Μη με σκοτώσεις, σε παρακαλώ! Κράτησέ τα, τα πράγματά μου· σού τα χαρίζω»!...
«Χα, χα! Μού τα χαρίζεις, ε; Θα σε τσακίσω, αλητάκι»!...
«Μη με δέρνεις άλλο… Αχ, αχ, σε παρακαλώ! Μπαμπάαα»…
«Δεν ζει ο μπαμπάς σου! Άδικα τον φωνάζεις»…
«Κάιν! Πού είναι ο αδερφός σου»;
«Και πού θες να ξέρω εγώ; Κηδεμόνας του είμαι»;
«Κάιν!... Το αίμα του αδερφού σου, βοά προς με»!.............
Το πέταξε το παιδί ημιθανές σ’ ένα χαντάκι στην άκρη, εκεί που δεν θα το έβρισκε κανένας, με σκοπό να ξαναγυρίσει όταν νυχτώσει για να ΤΟ ΘΑΨΕΙ!!!
Η μάνα, η 37χρονη ρωσίδα γρήγορα ανακάλυψε την απουσία του παιδιού της. Ρώτησε το πεντάχρονο αδερφάκι του αν το είδε πουθενά. «Όχι», απάντησε εκείνο. Μπορεί να είναι τόσο μικρό, όμως καταλαβαίνει. Από τότε, μέχρι σήμερα που βρέθηκε πια και χειρουργήθηκε ο δωδεκάχρονος αδερφός του, το πεντάχρονο αγοράκι δεν έπαψε ούτε στιγμή να κλαίει γοερά… Κίνησε γη και ουρανό! Ξεσήκωσε τους υπόλοιπους ενοίκους του ξενοδοχείου. Ξεσήκωσε τους υπαλλήλους. Όλοι σκορπίσανε παντού να ψάχνουν. Μαζί και το ΚΤΗΝΟΣ. Με μια απίστευτη ψυχραιμία – έπρεπε να δείχνει ψύχραιμο το ΚΤΗΝΟΣ, ήταν ζωτικής σημασίας για το ΚΤΗΝΟΣ να δείχνει ψύχραιμο – έψαχνε κι αυτό με τους άλλους…
Από εκεί και πέρα, οι συμπτώσεις βοήθησαν το έργο των αρχών, πρώτον να ανακαλύψουν πεταμένο σε μιαν ανοιχτή τάφρο με σωλήνες μέσα, το παιδί, φριχτά τραυματισμένο στη σπονδυλική στήλη, και σε πολλά άλλα σημεία του σώματός του (από πτυσσόμενο μαχαίρι). Κι οι συμπτώσεις επίσης βοήθησαν κατόπιν να συλληφθεί ο δράστης, καθώς τον συνάντησαν τυχαία στην παραλία να βαστά τα κλοπιμαία.
Οι αστυνομικοί: «Τι βαστάς εκεί»;
Ο δράστης: «Είναι το i-pad μου και το κινητό μου. Τα πήρα μαζί μου για να καθίσω εδώ στην παραλία και να στείλω κάποια μηνύματα στους δικούς μου στην Ολλανδία. Θέλω να ενημερώσω την μητέρα μου για το πόσο επικίνδυνη είναι η χώρα σας, να έρθει να με πάρει από εδώ».
Οι αστυνομικοί: «Για άνοιξε το i-pad. Ξέρεις τους κωδικούς, αφού λες πως είναι δικό σου».
Το ΚΤΗΝΟΣ άνοιξε το i-pad, με την ελπίδα να είναι ξεκλείδωτο. Και ΗΤΑΝ όντως ξεκλείδωτο. Ο ανιματέρ γνώριζε πολύ καλά από παιδική ψυχολογία. Ένας δωδεκάχρονος δεν κλειδώνει συνήθως τα ηλεκτρονικά του, γιατί ξεχνάει τους κωδικούς. Έλα όμως που, ανοίγοντας το i-pad, εμφανίστηκε σε wallpaper η μορφή του πιο γλυκού πλάσματος στον κόσμο γι’ αυτό το παιδί: Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ. Ο φύλακας-άγγελός του, που εμπιστεύτηκε για λίγο έναν ανιματέρ, κακώς, κάκιστα, να φυλάξει το παιδί της. Νομίζοντας πως ο ανιματέρ ήταν πτυχιούχος, νόμιμα εργαζόμενος, με προϋπηρεσία, με qualifications, με ό,τι απαιτούνταν τέλος πάντων.
Αλλά, ΦΕΥ! Δεν ήταν…. Ήταν ο αλήτης, ο πεινάλας, ΤΟ ΚΤΗΝΟΣ… Κι από μια χώρα, την Ολλανδία, τόσο πολιτισμένη, «με τόσο καλούς ανθρώπους», όπως έγραψε η Άννα Φρανκ στο ημερολόγιό της…
Έτσι συνελήφθη. Κι από μια μικρή λεπτομέρεια ακόμα: Ο δωδεκάχρονος, όταν τον βρήκανε στο χαντάκι, ψέλλισε: «ΜΕ ΕΔΕΙΡΕ Ο ΚΛΟΟΥΝ»… «Με έδειρε», έτσι το είπε. Έτσι μιλάνε τα παιδιά και δεν τα καταλαβαίνουν οι μεγάλοι.