Γράφει ο Παναγιώτης Τουμάσης
«Αγάπη μου»;
«Μμμ»…
«Αγάπη μου, κοιμάσαι ακόμα»; Η Σούλα μού έχει γυρίσει την πλάτη της και σαν να μην έφτανε αυτό, μού πήρε και τα σεντόνια και τουρτουρίζω γυμνός δίπλα της, εδώ στο κρύο. Γιατί να μην έχουμε φτιάξει ένα σπιτάκι πιο ζεστό; Τα παράθυρα μπάζουν! Τα ταβάνια μπάζουν! Οι πόρτες, αυτές κι αν μπάζουν!... Τούτο δεν είναι σπίτι για χειμώνα. Για να ακριβολογούμε, δεν είναι καν σπίτι για Φθινόπωρο.
«Ννναι! Κοιμάμαιεεε… Μη με ξυπνάς, Τάκη»…
«Αγάπη μου, ΠΡΕΠΕΙ να σε ξυπνήσω. Η ώρα είναι χαράματα. Δε μού είπες να σε ξυπνήσω τα …χαράματα»;
«Ουφ… Σού είπα “χαράματα”, αλλά δεν σού είπα “άγρια χαράματα”»! Διαμαρτυρήθηκε η γυναικούλα μου.
Δαγκώθηκα κι έκανα υπομονή. Άκουσον-άκουσον, σήμερα έχει κανονίσει να πάει εθελόντρια στη διανομή τροφίμων της Χρυσής Αυγής και ιδού το αποτέλεσμα: ΚΑΘΥΣΤΕΡΕΙ ΑΣΥΣΤΟΛΑ. Θα την παρεξηγήσουν οι άνθρωποι…
Δεν πρόλαβα να αποσώσω την σκέψη μου και η Σούλα πετάχτηκε όρθια. Έτρεξε στον καμπινέ, καμπίνιασε κανονικά. Έτρεξε μετά στην καφετιέρα, καφετέριασε κανονικά. Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη, ξετριχιάστηκε κανονικά – χμ, μήπως θα έπρεπε να την αλλάξω με καμιά Ρωσίδα; Οι Ρωσίδες δεν έχουν τόσες πολλές τρίχες. Αλλά, φοβάμαι πως αν έψαχνα για Ρωσίδα, με τέτοια γκαντεμιά που με δέρνει, καμιά χοντρόκωλη, υπέρβαρη και με βλαχοπροφορά θα μού τύχαινε· άσε καλύτερα…
«Αγάπη μου, μήπως θέλεις να σε συνοδέψω; Να σε πάω με τ’ αυτοκίνητο»;
«Μπα, όχι, σε ευχαριστώ», αποκρίθηκε αφηρημένη εκείνη. «Εδώ πιο κάτω, στην πλατεία, είναι η συγκέντρωση. Μα, για πες μου Τάκη», η αμηχανία στη φωνή της μεγάλωσε, «πού είναι εκείνο το κουζινομάχαιρο; Το μεγάλο ακονισμένο κουζινομάχαιρο… μήπως το είδες πουθενά»;
«Α, το κουζινομάχαιροοο», έκανα αθώα εγώ. «Για ρίξε μια ματιά πάνω στη μαντεμένια σόμπα μας, στο σαλόνι! Χτες καθάριζα τα πρώτα κάστανα του Φθινοπώρου που βούτηξα από το σούπερ-μάρκετ και τα έριξα στη φαρδιά μου τσέπη, ενώ εσύ κοιτούσες δίχως να σε φτάνουν τα λεφτά για ν’ αγοράσεις το ασημένιο τσιμπιδάκι για τις τρίχες σου»…
«Αχ», αναστέναξε η Σούλα… «Ασημένιο μου»… Ένα δάκρυ κύλησε στην άκρη του ματιού της. Του αριστερού – το άλλο έχει καταρράχτη και κλαίει πάντα.
Βλέποντάς τη σε τόσο θλιβερή συναισθηματική κατάσταση, αλλά κυρίως επειδή μ’ έζωσαν τα φίδια όταν ζώστηκε (στη βρακοζώνη της) το ΤΕΡΑΣΤΙΟ κουζινομάχαιρό μας, αποφάσισα να την ακολουθήσω κρυφά για να δω τι θα γίνει. Και, φυσικά, να την προφυλάξω από τις κακοτοπιές. Αν και η Χρυσή Αυγή είναι ένα ΝΟΜΙΜΟ κόμμα, οι βουλευτές της είναι ΕΚΛΕΓΜΕΝΟΙ βουλευτές και ποτέ μα ποτέ δεν πίστεψα ότι ο κυρίαρχος λαός μας είναι ποτέ δυνατόν να μην ξέρει τι κάνει, ε;
Προχώρησε με αποφασιστικό βήμα σαν τον Γεώργιο Καραΐσκάκη προς την Πλατεία Κουκακίου. Διέσχισε την οδό Μπέλες, την οδό Ματρόζου και, τσουπ! Έφτασε… Εκεί φάνηκε να παραξενεύεται λίγο. Κανένας Χρυσαυγίτης, πουθενά… Μόνο δυο-τρεις πάγκοι με μικροπωλητές αλλοδαπούς. Οι αλλοδαποί, έχοντας άγνοια κινδύνου, χαμογέλασαν με τα στραβά τους δόντια στη Σούλα, αλλά πέραν τούτου, ουδέν. Η Σούλα ζάρωσε και σιγά-σιγά πήρε μια θλιμμένη όψη σαν τον Νικηταρά τότε που ζητιάνευε στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας, βαθύτατα απογοητευμένος διότι αυτή δεν ήταν η Ελλάδα που ελευθέρωσε, μα η Πόρνη της Βαβυλώνας. Στη συνέχεια, η Σούλα φώναξε:
«Κρα, κρα, κρα!
Πού είστε, μικρά;
Πού είστε, μικρά μου;
Και δεν ακούτε το …κρα-κρα μου»;
«Ψιτ, ψιτ!!! Κυρία Μιζερή!... ΕΔΩ!!!», ακούστηκε πίσω της. Η Σούλα έκανε μεταβολή. Πράγματι, κρυμμένος πίσω από κάτι κάδους σκουπιδιών – βρωμοκοπούσε κιόλας, μπλιαχ – ο Νίκος Μιχαλολιάκος, τής έγνεφε με το δάχτυλό του.
«Καλέ, εσείς βρωμάτε ολόκληρος», τσίριξε η Σούλα.
«Σσσστ, πιο σιγά!... Μιλήστε πιο σιγά, κυρία Μιζερή», σφύριξε τρεμουλιαστά ο Ν. Μιχαλολιάκος.
«Χα, χα, μοιάζετε φοβερά σιχαμένος, εεε συγχυσμένος», συνέχισε η Σούλα χαμηλώνοντας πάντως την ένταση της φωνής της. «Τι πάθατε; Τι απέγιναν τα πρωτοπαλίκαρά σας»;
«Τα πρωτοπαλίκαρά μου βρίσκονται ΜΕΣΑ στους κάδους»…
«Α, αυτά βρωμάνε»;
«Όχι, κυρία μου! Κανείς από μας δεν βρωμάει. Τα ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ βρωμάνε»…
«Κι εγώ ΤΟ ΙΔΙΟ ΕΛΕΓΑ»… Επέμεινε αθώα η Σούλα.
«Φέρατε το κουζινομάχαιρό σας»;
«Το έχω ζωσμένο στη βρακοζώνη μου, κύριε Γου-Γου* μου». (*Γου-Γου = Γ.Γ., συντομογραφία του Γενικός Γραμματέας).
«Ωραία! Μπορούμε λοιπόν να βγούμε!... Συμπληρώσαμε τον απαιτούμενο αριθμό»!
«Μια στιγμή! Μια στιγμή!», πετάχτηκε ξαφνικά θυμωμένη η Σούλα. «Για εξηγήστε μου και μένα, να καταλάβω, δηλαδή. Σε ποιον απαιτούμενο αριθμό αναφέρεστε»;
Ο Νίκος Μιχαλολιάκος συνοφρυώθηκε. «Ακούστε, αγαπητή μου… Ακριβώς απέναντί μας, υπάρχουν τρεις πάγκοι με αλλοδαπούς μικροπωλητές· τους είδατε θαρρώ»…
«Πώς, αμέ! Πρώτους-πρώτους τους είδα». (Μωρέ, γλώσσα η γυναικούλα μου).
«Και σ’ αυτούς τους τρεις πάγκους», συνέχισε με οίστρο ο Γου-Γου της Χ.Α., «υπάρχει ένα άτομο στον καθένα, ήτοι συνολικά τρεις αλλοδαποί»!
«Μάλιστα»… Η Σούλα έδειχνε ανυπόμονη.
«Εμείς, για να τα βάλουμε με έναν αλλοδαπό, πρέπει να είμαστε ΔΕΚΑ. Δηλαδή, δέκα εναντίον ενός».
«Παρακάτω», μούγκρισε η Σούλα βγάζοντας ατμούς απ’ τ’ αφτιά της.
«Όμως, μετρηθήκαμε πριν από λίγο και συνειδητοποιήσαμε με τρόμο ότι ήμασταν είκοσι-εννιά! Μάς έλειπε ένας και, συνεπώς, ο αγώνας θα ήταν φοβερά άνισος, κυρία μου! Τώρα που ήρθατε ΕΣΕΙΣ, συμπληρώσαμε επιτέλους τον μαγικό αριθμό Τριάντα! Πλέον μπορούμε να τα βάλουμε με τους τρεις αλλοδαπούς. Αλλά, αρκετά το ζαλίσαμε το θέμα. ΕΜΠΡΟΣ, ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ ΜΟΥ, βγείτε από τους κάδους σας όπου έχετε στριμωχτεί πέντε-πέντε»!
Μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου – σημειωτέον ότι εγώ κρυβόμουν στο φημισμένο ψιλικατζίδικο του Μαρκολέφα, στην αρχή της Ματρόζου, κι από κει δεν έχανα στιγμιότυπο – πετάχτηκαν από τους κάδους ο Παππάς, ο Παναγιώταρος, ο Κασιδιάρης, ο Καραϊσκάκης (οι μουστάκες της γυναίκας μου συγκρινόμενες με τις δικές του δεν πιάνουν μία), ο Μιαούλης, ο Λαγός και τ’ άλλα παιδιά!!! Όλοι κραδαίνοντας κουζινομάχαιρα σαν το δικό μας!... Αποφάσισα να υπερασπιστώ τους αλλοδαπούς. Με ξεκούμπωτο το πουκάμισό μου, στάθηκα ανάμεσα στους επιτιθέμενους και τους αμυνόμενους.
«ΠΙΣΩ ΚΑΙ ΣΑΣ ΕΦΑΓΑ, ΚΑΝΑΓΙΕΣ», ούρλιαξα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου. Οι Χρυσαυγίτες σταμάτησαν στο φτερό!
«Ποιος, ποιος είναι αυτός»; Τραύλισε ο Κασιδιάρης με την έκπληξη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του.
«Ο …Ξαπλαρής»! Απάντησε κάποιος άλλος που δεν τον ήξερα.
«Τώρα χρειαζόμαστε άλλους ΔΕΚΑ για να αντιμετωπίσουμε και αυτόν», ακούστηκε η φωνή του Μιχαλολιάκου. «Επιστρέψτε στους κάδους σας, παλικάρια μου»…
Απογοητευμένοι οι Χρυσαυγίτες ξαναχώθηκαν γοργά στα ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ τους, εκεί όπου στην πραγματικότητα ανήκουν. Η Σούλα έπεσε τρέχοντας στην αγκαλιά μου.
«Ω, αντρούλη μου! Ω, ήρωά μου! Ω, αγαπημένε μου»… Αναφώνησε συγκινημένη.
Καθώς αναχωρούσαμε ανακουφισμένοι για το σπιτάκι μας, είδα ψηλά, στη Βεΐκου, να κατηφορίζουν δυο φορτηγά φουριόζικα του Δήμου με πολλά φτυάρια και μεγάλες καρότσες. ΑΝΤΕ, ΝΑ ΞΕΒΡΩΜΙΣΟΥΜΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ. Να τους μαζέψουμε όλους, να ησυχάσουμε. Αρκετά πια… ΤΟΥΣ ΠΗΡΑΜΕ ΧΑΜΠΑΡΙ.
Δε θα μας κάνουνε Κορέα εδώ…