Γράφει ο Παναγιώτης Θ. Τουμάσης
Το πρόβλημα με μας τους λογοτέχνες είναι ότι έχουμε υπερβολικά καλή πένα για τα άρθρα. Το «προτέρημά» μας αυτό – προτέρημα για τις λογοτεχνικές δουλειές, φυσικά – καταντά σοβαρό μειονέκτημα σε κάθε άλλη περίπτωση, ιδιαίτερα όταν αρθρογραφείς υπέρ ή κατά ενός κρίσιμου θέματος το οποίο αφορά την πολιτική του τόπου σου, δηλαδή την εν τοις πράγμασι ζωή εσένα και των συμπατριωτών σου.
Μπορείς να επηρεάσεις και να παρασύρεις κόσμο μαζί σου, όχι όμως προς τη σωστή μα προς τη λάθος κατεύθυνση. Μπορείς – και το σκέφτηκα τώρα δα που αναζητούσα κι εγώ το θέμα μου – να μιλήσεις για την άτυπη ψήφο του λαού, αυτή την ψήφο που κανένας πολιτικός ποτέ δεν τη σεβάστηκε. Πώς, φερειπείν, το «ΟΧΙ» ενός δημοψηφίσματος, μετατρέπεται τόσο εύκολα σε «ΝΑΙ».
Ή, πώς είναι δυνατό να συμβαίνει, σε μια υποθετική κοινωνία φοροφυγάδων (του μέλλοντος, του παρελθόντος, αδιάφορο· άλλωστε πρόκειται για παράδειγμα μόνο), οι αιρετοί της άρχοντες να κάνουν σημαία τους, προεκλογικά, το κυνήγι της φοροδιαφυγής; Εδώ αναδεικνύεται η Υποκρισία, ο ρόλος της Υποκρισίας, η Αναγκαιότητα της Υποκρισίας σε μια κοινωνία, την εν λόγω, εντελώς ανύπαρκτη ίσως.
Δε θέλεις να πεις για την άτυπη ψήφο; Τη σιωπηρή ψήφο; Την καταναγκαστική ψήφο, σαν, καλή ώρα, στις μέρες μας, που καλούμαστε να ψηφίσουμε μεταξύ ομοειδών κομμάτων, με ομοειδή χαρακτηριστικά και ομοειδή κατεύθυνση – του Γ΄ Μνημονίου, τι άλλο; – ε, να μην πεις! Σάμπως μπορείς, οποιεδήποτε άνθρωπε, να είσαι σίγουρος πως, λάμνοντας στην αντίπαλη όχθη, κανένας δε θα σε βουλιάξει με τα δυο χέρια του στα μισά του ποταμού;
Ράβεις το στόμα σου, μουγκανίζεις κάτω απ’ τα ράμματα, που σε πονάνε, γιατί η σιωπή πονάει, ματώνει, σκοτώνει τελικά. Και, συν τοις άλλοις, νιώθεις κι αυτό: Σ’ αφήνουν αμόρφωτο! Καλλιεργούν μέσα από τις φυλλάδες και τα κανάλια τους τη ζωώδη σου σκέψη, σού επιβάλλουν τραγούδια με ανόητο στίχο και, με τον ανόητο στίχο που είναι τα τραγούδια αυτά, να μη γυρεύεις ούτε καλύτερο τραγουδιστή. Φωνές αδούλευτες, τραχιές, για να καταναλώνεται πιο εύπεπτα κι ο στίχος, έτσι.
Διαλέγουν την στιγμή, την πιο κατάλληλη στιγμή, για να σού στάξουν το δηλητήριο: «Πετάξτε στη θάλασσα τους μετανάστες»!... Σε φανατίζουν, σε αφιονίζουν κατά συνανθρώπων σου. Μικρός που έπαιζα στην αυλή του σπιτιού μου, έριχνα – δίκην παιχνιδιού – το μερμήγκι της διπλανής μυρμηγκοφωλιάς στη λάθος τρύπα! Τα ξένα μερμήγκια, αμέσως τού επιτίθενταν ακρωτηριάζοντάς το οικτρά εξαιτίας ενός προαιώνιου καπρίτσιου της φύσης που επιτρέπει την τέτοια συμπεριφορά. Θυμάμαι πόσο, με τα γουρλωμένα παιδικά μου ματάκια μισούσα τους βασανιστές! Αλήθεια, αν υπάρχει Θεός, πόσο θα μισεί εμάς, όταν μας βλέπει να πετάμε ψωμιά στους μαντρωμένους μετανάστες, χειρότερα κι από να ’ναι ζώα. Στα ζώα τουλάχιστον, κάθεσαι για να δεις αν θα το φάει, ικανοποιείσαι όταν αισθάνεσαι ότι χορταίνει, ξαναπηγαίνεις και τούς ξαναδίνεις τροφή.
Ούτε έναν χώρο για να κάνουν ντους οι άνθρωποι, δεν παρέχουμε. Αντίθετα, τους στοιβάζουμε στα τρένα μας και εμπρός μαρς για τα σύνορα. Να τούς φορτώσουμε στους άλλους, να τους ξεφορτωθούμε εμείς. Κάποτε όμως, τα ίδια τούτα τρένα θα φορτωθούν με εμάς. Και, κανένας Σίντλερ, δε θα αρπάξει τη μάνικα για να μας δροσίσει με νερό. Κι ο τελικός προορισμός μας θα γράφει: «Άουσβιτς». Πόσο λίγη σημασία θα έχει, τότε, αν στις Εκλογές τούτες ’δώ, θα βγάλουμε τον Τσίπρα ή τον Μεϊμαράκη…