Γράφει ο Παναγιώτης Τουμάσης
«ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ» ΣΗΜΑΙΝΕΙ: «ΓΑΛΟΠΟΥΛΑ»
«Τζουτζούκο μου! Ξύπνα»!!!
«Γιατί; Τι τρέχει; Μας πιάσανε»;
«Ξύπνα, Τζουτζούκο μου!... Είναι Χριστούγεννα σήμερα»!...
«Ε, και»;
«Χριστούγεννα! Χριστούγεννα! Χριστούγεννα!», χοπ-χοπ-χοπ, χοροπηδούσε η Σούλα. Παρακολουθούσα εμβρόντητος με την τσίμπλα στο μάτι…
«Άφησέ με, λίγο ακόμα…», την παρακάλεσα. Τι γλυκό που είναι το κρεβάτι τα ξημερώματα…
«Δεν σ’ αφήνω! Δεν σ’ αφήνω!!! Ξέρεις τι σημαίνει “Χριστούγεννα”»;
«Μπα, όχι»… (Άμα έλεγα “ναι”, θα ’πρεπε ν’ αρχίσω θεωρίες πρωί-πρωί).
«“Γαλοπούλα”! “Γαλοπούλα” σημαίνει, βρε αμόρφωτε! Σήκω πάνω να με βοηθήσεις να την μαγειρέψουμε»!...
Σαν υπνοβάτης ψαχούλεψα για τις παντόφλες μου… Σαν υπνοβάτης πήγα στον νιπτήρα για να πλυθώ… Σαν υπνοβάτης βρέθηκα στην αγκαλιά της…
«Ένα φιλάκι από το Σουλάκι σου»;
«Μμμ, ναι»…
«Ματς-μουτς»…
«Επίσης»…
«Τι, “επίσης”, καλέ; Δώσ’ το μου, Χριστιανέ μου»!
«Μμμμτς»…
«ΠΙΟ ΚΑΛΑ! Πιο καλά το θέλω»!!!
«Μμμμμμμτςςς, ματςςςς, μιτς… Εντάξει, τώρα»;
Με τούτα και με κείνα, ξύπνησα για τα καλά! Ας πάω να δω τι φτιάχνει στην κουζίνα, τέλος πάντων… Ας τής δείξω, τουλάχιστον, ότι ενδιαφέρομαι. Μια μέρα είναι, θα περάσει… Εμένα, πάντα οι γιορτές με μελαγχολούν…
«Τι καλά ετοιμάζουμε, ’δώ πέρα»; (Φωνή πομπώδης και καλωσυνάτη συνάμα. Κάτι σαν του Άη-Βασίλη, δηλαδή).
«Μελομακάρονα»… (Η Σούλα με την ποδιά της και τα ροζ της ρόλεϊ στα μαλλιά).
«Χο, χο, χο!... Ωωω, μελομακάρονα! Πού είναι, να τα δω»;
«Μπροστά σου είναι, τζουτζούκο μου! Δεν τα βλέπεις»;
Ειλικρινά, δεν τα έβλεπα… Ή μάλλον, έβλεπα το εξής: Μέσα σ’ ένα μεγάλο ταψί φούρνου, είχε βάλει μια στρώση μακαρόνια άβραστα – όπως τα βγάζουμε απ’ το πακέτο – και από πάνω τους, έριχνε μέλι»!!!
«Σούλα, τι κάνεις εκεί»;
«Μελώνω τα μελομακάρονα»!
«Τα ΜΑΚΑΡΟΝΙΑ μελώνεις», ούρλιαξα. «Δεν είναι αυτά μελομακάρονα»…
«Είναι και παραείναι. Έχω βάλει όλα τα υλικά. Δεν θα με μάθεις εμένα τη δουλειά μου»! (Προσβλήθηκε κιόλας).
«Εεε»…
«Σκασμός! Φύγε, να μη σε έχω στα πόδια μου! Με μπερδεύεις!... Πήγαινε στο σαλόνι να κάνεις παρέα στους “κουραμπιέδες”»…
«Τους κουραμπιέδες»;
«Αμέ! Έτσι θα σε άφηνα, τζουτζούκο μου; Χωρίς κουραμπιέδες»;
«Εντάξει, πηγαίνω»…
Καλύτερα να τη βγάλω με μερικούς κουραμπιέδες, γιατί αντί μελομακάρονα, βλέπω να τρώμε …μακαρονάδα… Κι άλλωστε, εγώ λατρεύω τους κουραμπιέδες. Μπήκα στο σαλόνι…
«Ααα»!!! Τρεις τύποι κάθονταν σταυροπόδι στο πάτωμα!!! «Ποιοι είστε εσείς»; Φρύαξα…
«Μην ενοχλείστε, κύριος», απάντησαν αυτοί… «Είμαστε “κουραμπιέδες”… Λιποτάκτες δηλαδή… Λιποτακτήσαμε από τα ελληνικά στρατά»…
«Τι κάνατε, λέει»; Κόντεψα να πάθω αποπληξία.
«Η γυναίκα σας, μας έφερε! Θέλετε κάτι»;
«ΝΑΙ. Θέλω να μού αδειάσετε τη γωνιά αμέσως»!!!
«Χριστουγεννιάτικα; Δεν μας λυπάστε, καλέ κύριος»;
«ΟΧΙ, ΡΕ!!! ΔΕΝ ΣΑΣ ΛΥΠΑΜΑΙ… Δίνετέ του και γρήγορα, μη φωνάξω το Εκατό»!...
Άκουσον-άκουσον, τι έπαθα ο καψερός! Ούτε μελομακάρονα ούτε και κουραμπιέδες θα φάω σήμερα. Ευτυχώς, οι τύποι ξεκουμπίστηκαν. Τρέχω ξανά στην κουζίνα, να σώσω ό,τι σώζεται. Τουλάχιστον τη γαλοπούλα να την κάνουμε σωστά…
Ντινγκ-ντινγκκκκ! (Το κουδούνι της πόρτας).
«Ποιος είναι»; Ρώτησα.
«Η Γαλλοπούλααα», απάντησε μια φωνή απέξω…
«Η …ποια»; (Σταυροκοπήθηκα με γουρλωμένα μάτια).
«Έρχομαι κατευθείαν από το Παρίσι!!! Ανοίξτε μου, παρακαλώ»!...