Ο ΤΑΚΗΣ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ (Μέρος Α΄)
Γράφει ο Παναγιώτης Τουμάσης
Αυτός ο Φλεβάρης, ο κουτσοφλέβαρος, είδα κι έπαθα να βγει, παρότι έχει λιγότερες μέρες από τους άλλους μήνες! Διότι ξέμεινα από λεφτά κι ούτε ψιλά για ψωμί δεν είχα. Η Σούλα κάπου είχε φυλαγμένο αλεύρι και ζύμωσε. Πότε τηγανόψωμο για πρωινό, πότε λουκουμάδες και, προς το μεσημέρι, ένα αχνιστό, μοσχομυριστό ψωμί!...
Δεν ισχύει, ωστόσο, το ίδιο για τα χρέη μου στην Εφορία… Τώρα μάλιστα που ψηφίστηκε ο νόμος ότι, αν χρωστάς πάνω από πέντε χιλιάδες ευρώ σε κλείνουν μέσα, εγώ με τρόμο διαπίστωσα πως οι απλήρωτες οφειλές μου, μαζί με τα πρόστιμα και τους τόκους, έφτασαν στο ποσό των 5.002 ευρώ!!!
Πάρ’ τ’ αβγό και κούρεφ’ το, λοιπόν, πού να βρω δύο ευρώ να τα δώσω «έναντι» στον Έφορο, να κατέβει το ποσόν να μη με συλλάβουν;
Και, δυστυχώς, ΜΕ ΣΥΛΛΑΒΑΝΕ…
Ξέρω τώρα ότι δεν γίνομαι εύκολα πιστευτός, αλλά αυτή είναι η πεζή πραγματικότητα που θα βιώσουμε όλο και πιο πολλοί το προσεχές χρονικό διάστημα στην Ελλάδα… Μιαν ωραία – τι ωραία δηλαδή; Μαύρη κι άραχλη – πρωία, χτύπησε η πόρτα και βρέθηκα εντελώς ξαφνικά με «βραχιολάκια». Σαν τον Παπαγεωργόπουλο, καλή ώρα…
«Να αποχαιρετίσω τουλάχιστον τη σύζυγό μου»;
«Πού βρίσκεται η σύζυγός σου;», ρώτησε το όργανο.
«Στο, εεε …bathroom» (έχουμε καλλιεργημένο λεξιλόγιο εμείς).
«Αργεί»;
«Άμα δεν …εξέρχονται»… (Εδώ δίνω ρέστα στον ραφιναρισμένο λόγο).
«Δεν προλαβαίνεις, κρατούμενε! Φεύγουμε»… (Τι αγροίκος). Με τράβηξε από τον λαιμό.
Μετά το Τμήμα βρέθηκα στην Ευελπίδων κι ενώ όλα μπροστά στα μάτια μου εκτυλίσσονταν γρήγορα (μόνο το αξύριστο πρόσωπό μου πρόδιδε ότι είχα περάσει ένα ολόκληρο βράδυ πάνω στον ξύλινο πάγκο του κρατητηρίου), για τον υπόλοιπο κόσμο είχε ξημερώσει κανονικά η επόμενη μέρα… Πάντα θα υπάρχει μια επόμενη μέρα, συλλογίστηκα… Μόνο που ποτέ δεν ξέρεις πώς θα είναι αυτή.
«Έχεις δύο ευρώ, να δώσεις “έναντι”;», με ρώτησε ο Δικαστής.
«Όχι», απάντησα.
«Έχει κανείς δύο ευρώ να δανείσει τον κατηγορούμενο;», απευθύνθηκε ο Δικαστής στο ακροατήριο.
«Όχιιι»!... «Όχιιι»!... «Όχιιι»!... Αντήχησε εν βοή το ακροατήριο.
Και για να λέμε του στραβού το δίκιο, ειλικρινά τους πιστεύω. Για να σού περισσεύουν δύο ευρώ σήμερα, θα πρέπει να είσαι, ή δημοσιογράφος ή πολιτικός! Σπάνιο πράγμα, βέβαια, να τούς πετύχεις αυτούς, γιατί κρύβονται. Οι μεν πολιτικοί επειδή τρέμουν μην τούς πετάξουν αβγά οι αγανακτισμένοι, οι δε δημοσιογράφοι για τις βλακείες που γράφουνε.
Προτού καλά-καλά να συνειδητοποιήσω το πάθημά μου, με πήρε το Μεταγωγών, βουρ για το συμπαθές πτηνό που, σε μορφή κτιρίου, ονομάζεται: «Κορυδαλλός»…
Στην έκτη πτέρυγα των μαύρων φυλακών, την και πτέρυγα VIP αποκαλούμενη, έτυχε να έχει αδειάσει πρόσφατα ένα κελί, λόγω θανάτου. Ήταν το κελί του στρατηγού Ντερτιλή! Εκεί με βάλανε…
Ο στρατηγός Ντερτιλής, φημολογείται ότι είχε πολλά ντέρτια στα τελευταία της ζωής του και δεν καθόταν ήσυχος! Παράγγελνε σουβλάκια (αυτά τον «στείλανε») από τα παρακείμενα σουβλατζίδικα, έφερνε γκόμενες (αυτές τον «στείλανε») από τα παρακείμενα χαμαιτυπεία, δεχόταν την επίσκεψη χρυσαυγιτών (αυτούς τους …«έστειλε») καθ’ εκάστη και τις Κυριακές…
Δεν πρόλαβα να τακτοποιήσω τα λιγοστά πράγματά μου, ήτοι μια οδοντόβουρτσα, μια οδοντόκρεμα, ένα ξυραράκι, ένα alter, έεε after shave, καθώς και τις παντούφλες μου και – τσουπ! – μια ξανθιά καλλονή μπουκάρει μέσα… Ω, Θεέ μου, έτριψα τα μάτια μου με ενθουσιασμό!
«Πώς μπήκες εσύ, αφού είναι κλειδωμένα»;
«Ξεκλείδωσα με τη φουρκέτα μου»!
«Α, γι’ αυτό έχεις τις φουρκέτες στα μαλλιά σου»;
«Εμ, για τι, νόμισες»;
«Για να βυθομετράς το άδειο σου κεφάλι*»… (Φόρος τιμής στον μεγάλο μας ποιητή, Γιάννη Σκαρίμπα).
«Μμμ, εξυπνάδες»!..
«Εντάξει! Και τι θέλεις»;
«Τα συνηθισμένα»… Την κοίταξα κατάματα, έκπληκτος και απορημένος. Λέτε να με πέρασε για τον Ντερτιλή;
«Και ποια είναι τα συνηθισμένα»;
«Να παίξουμε την Κοκκινοσκουφίτσα», απάντησε εκείνη αθώα.
«Ουφ, είπα κι εγώ»… (Παντρεμένος άνθρωπος άλλωστε είμαι).
«Τοκ-τοκ-τοκ». Χτύπησε με το χέρι της τον αέρα, παριστάνοντας πως χτυπάει μια πόρτα… Δε βαριέσαι. Φυλακισμένος για φυλακισμένος, σάμπως έχω τίποτα καλύτερο να κάνω; Ας παίξω το παιχνίδι της, να δούμε πού θα οδηγήσει.
«Ναι; Ποιος είναι»;
«Εγώ! Η Κοκκινοσκουφίτσα!... Άνοιξέ μου, καλή μου γιαγιά». (Μωρέ παιδάκι μου, με την γιαγιά μου δεν μοιάζω).
«Να σου ανοίξω, εγγονούλα μου», τραύλισα γεροντικά εγώ… Έκανα πως ανοίγω την πόρτα…
«Ωωω, καλή μου γιαγιούλα! Γιατί τα χεράκια σου είναι τόσο τριχωτά»;
«Γιατί δεν είμαι γιαγιά, αλλά παππούς», έκανα με φιλαλήθεια.
«Άσ’ τα αυτά! Γιαγιά είσαι… Μην το χαλάς τώρα! Και, δε μού λες, καλή μου γιαγιούλα, γιατί τα δόντια σου είναι τόσο πεταχτά»;
«Γιατί όταν ήμουν μικρός, δάγκωνα συνεχώς τα μανίκια μου»… Αυτή μου η φιλαλήθεια, σπάει κόκαλα.
«Ααα, δεν παίζω»! Έσκασε από το κακό της η ξανθή καλλονή. «Καλά, βρε Ντερτιλή… Ξέχασες τα παιχνιδάκια μας»;
Πω, πω, για τον Ντερτιλή, τελικά, με πέρασε… Σωστά το φαντάστηκα απ’ την αρχή. Άντε να τής εξηγήσω τα καθέκαστα. Πόσο θα λυπηθεί η κακομοίρα όταν μάθει για τον θάνατό του… Θα τής το πω με το μαλακό:
«Ουουου! Κοριτσάκι μουουου!...», μοιρολόγησα. «Ο Ντερτιλής πάει!!! Καπούτ!!! Τα κακάρωσε»…
«Α στο καλό»!...
«Μα, ναι»!
«Από τι»;
«Μπαμ και κάτω».
«Σέκος»;
«Πλήρης ημερών»!
«Τι ημερών; Αιώνων»!
«Αιώνων είναι ο Μητσοτάκης».
«Α»…
«Ου».
«Κι εσύ …δε θέλεις»;
«Είμαι παντρεμένος»…
«Ε και»;
«Έκφυλη»!... Την έδιωξα μετά βδελυγμίας. Αν μπορούσε από καμιά γωνιά να έβλεπε η Σούλα, θα αισθανόταν πολύ περήφανη για τον άντρα της…
Συνεχίζεται…
Δείτε την ανάρτηση μαζί με τα σχόλια των αναγνωστών...