Γράφει ο Τάκης Ξαπλαρής
«Κούκου!... Σούλα, αράπη μου!... Γύρισα»!...
«Ψωμί!... Παιδεία!... Ελευθερία!...».
«Ε»;
«Αδέρφια μας, στρατιώτες!... Πετάξτε τα όπλα σας και ενωθείτε μαζί μας!...».
«Αμάν»!
«Εδώ διαμέρισμα Τάκη Ξαπλαρή - Σούλας Μιζερή! Εδώ διαμέρισμα Τάκη Ξαπλαρή - Σούλας Μιζερή! Ακούτε τον ελεύθερο σιδηροδρομικό σταθμό Αθηνών»!
«Α, στο καλό»!
Πάει, τής έστριψε της γυναίκας μου… Σημαίες και λάβαρα σ’ όλο το σπίτι… Η Σούλα ντυμένη χίπης (τζιν παντελόνι είχε να φορέσει από τότε που διατηρούνταν σε λογικά κιλά) με κοτσιδάκια φιόγκο και μπότες δεκαετίας του ’70! Αλλά, να ’ταν μόνο αυτό!... ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ, το κακόμοιρο το σπιτάκι μου, ΗΤΑΝ ΓΕΜΑΤΟ ΚΟΣΜΟ!!!
«Ααα!...», ούρλιαξα. Σημασία δε μού έδωσε κανένας… «Ααα!...», ξαναούρλιαξα. Τίποτα… Στην κοσμάρα τους, κανονικά!
Προχώρησα με δυσκολία προς το σαλόνι. Το τι σπρωξίματα, τι σκουντιές έφαγα, δεν περιγράφεται!... Στο σαλόνι γινόταν κυριολεκτικά κακός χαμός! Ντουντούκες, πανό, συνθήματα, γιεγιέδες, φοιτητριούλες σαν σε κάτι φιλμ εποχής, που τρώγανε κερασάκι στα ζαχαροπλαστεία και ερωτευόντουσαν άφραγκους νεαρούς…
«Τι είναι η τρέλα αυτή;», ρώτησα τέλεια σαστισμένος… Κάποιος φιλοτιμήθηκε αυτή τη φορά να μού δώσει μια απάντηση: «Εξέγερση, κύριος! Δε βλέπεις; Στραβούλιακας είσαι»;
«Σούλααα!!!», έσκουξα με απελπισία… Πουθενά η Σούλα. Την είδα, βέβαια, στην αρχή – μπαίνοντας – αλλά τώρα πάλι εξαφανίστηκε… Αχ, θα μού την ποδοπατήσουνε!... Αχ, θα την χάσωωω!... Μπα, τι λέω; Ήδη, την έχασα!
Ξαφνικά, εκεί που στεκόμουν αποσβολωμένος, δυο παλάμες έκλεισαν τα μάτια μου σκοτεινιάζοντας το οπτικό μου πεδίο. «Τζουτζούκο μου, πες αλεύρι!...», ακούστηκε η φωνή της Σούλας πίσω μου. Ω, κοίτα θράσος!... Μού έκανε πρώτα το σπίτι κ@λοχανείο και γυρεύει τώρα να τής πω «αλεύρι». Αμ δε, που σφάξανε…
«ΑΠΑΙΤΩ ΑΜΕΣΩΣ ΜΙΑ ΕΞΗΓΗΣΗ!», φώναξα αποτινάσσοντας με θυμό τις χερούκλες της από τα μάτια μου!
«Άου», πόνεσε εκείνη. Σιγά μην τη λυπηθώ κιόλας.
«Τι συμβαίνει εδώ; Τι παριστάνετε; Τι θέλει τούτος ο συρφετός μέσα στο σπίτι μας; Το Πολυτεχνείο τελείωσε πριν από πολλές δεκαετίες! Το πήρατε χαμπάρι; Τι νόημα έχουν όλα αυτά, τέλος πάντων»;
Ο λόγος μου θαυμάστηκε πολύ. Απλώθηκε σιγή ολούθε… Μπράβο μου, φτου μου να μη με ματιάσω, ξέρω τελικά να επιβάλλομαι…
Η Σούλα, βαστώντας τον πονεμένο καρπό της – είναι αλήθεια πως την έσφιξα λίγο παραπάνω – στράφηκε προς μια άλλη γυναίκα, μεγαλύτερη σε ηλικία, που μας πλησίαζε βιαστικά: «Μαρία μου, μίλησέ του εσύ…», τής είπε…
Η Μαρία μειδίασε και με τη βροντερή φωνή της (όπως όταν αγορεύει στο Ευρωκοινοβούλιο – μη ρωτάτε όμως ποια είναι), εξήγησε σε μένα και στην υπόλοιπη ομήγυρη – τώρα άκουγαν όλοι ευλαβικά – τα εξής:
«Φίλες και φίλοι… Έχουμε ξανά χούντα στην Ελλάδα… Η σημερινή μας κυβέρνηση, είναι δυστυχώς “κυβέρνηση του ενός ανδρός”!... Ή, για να χρησιμοποιήσω ορθότερο όρο, πρόκειται για κυβέρνηση μιας ευτελούς τριανδρίας, εκβιαζόμενης, αγόμενης και φερόμενης από ξένες επιβολές…
»Φίλες και φίλοι… Δεν υφίσταται το κοινοβούλιο πια… Η συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία των βουλευτών να ψηφίζουν “κατά το δικό τους βούλεσθαι”, έχει απωλεσθεί. Στις μυστικές ψηφοφορίες, τα ψηφοδέλτια είναι ροζ και λευκά! Αν κάποιος βουλευτής μειοψηφίσει αντιμετωπίζει ψυχολογικούς βιασμούς, τού επιρρίπτονται ανυπόστατες κατηγορίες και γενικά γίνεται η ζωή του κόλαση…
»Φίλες και φίλοι… Υπήρξε αρχηγός κόμματος, ο οποίος κρατούσε κλειδωμένη στο συρτάρι του μια λίστα με ατασθαλίες των βουλευτών του! Και δεν την παρέδιδε στη δικαιοσύνη, με σκοπό να εκβιάζει τους βουλευτές του μεταβάλλοντάς τους σε φερέφωνα των νομικά ελεγχόμενων και σφόδρα αντιλαϊκών θελήσεών του!
»Φίλες και φίλοι… Πλήθος βουλευτών και υπουργών θησαύρισαν παρανόμως, την εποχή των “παχιών αγελάδων”… Σήμερα, αναζητούν τρόπους για να ξεπλύνουν το μαύρο χρήμα τους, με την ανοχή της παρούσας κυβέρνησης!... Κάποιος την πάτησε. Οι υπόλοιποι τα καταφέρνουν (προς το παρόν)! Κυκλοφορούν ελεύθεροι και απειλούν θρασύτατα τους λειτουργούς του τύπου – τους ελάχιστους θαρραλέους και τίμιους – που θα τολμήσουν να τούς καταλογίσουν ευθύνες…
»Φίλες και φίλοι… Ένα πράγμα σάς ζητώ: Ανοίξτε την μπαλκονόπορτά σας – όπου κι αν βρίσκεστε – κάντε το, τούτη τη στιγμή! Βγείτε στο μπαλκόνι σας και κοιτάξτε έξω! Θα καταλάβετε πολύ καλά, τι εννοώ»…
«Χα, χα, χα», γέλασα τρανταχτά.
«Γιατί γελάς;», ρώτησε η Σούλα.
«Γελώ, γιατί η Μαρία λέει μπούρδες. Σιγά μη συμβαίνουν τέτοια πράγματα. Έχουμε δημοκρατία στη χώρα μας. Δεν είμαστε παίξε-γέλασε»…
Κοίταξα προς τη μεριά της Μαρίας· η Μαρία δεν ήταν εκεί. Κοίταξα γύρω μου (οι τοίχοι, το ταβάνι, στροβιλίζονταν, ζάλη μ’ έπιασε). Κανένας δεν ήταν εκεί. Μοναχά η Σούλα, η αγαπημένη μου σύζυγος. Συλλογίστηκα ότι δεν αποκτήσαμε παιδιά λόγω της κρίσης. Την είδα δακρυσμένη.
«Τάκη, για ποια Μαρία μιλάς»;
«Πού φύγανε όλοι»;
«Ποιοι όλοι»;
«Ο …κόσμος! Όλος αυτός ο κόσμος που βρισκόταν εδώ»…
«Μα, δεν βρισκόταν κανείς, αγάπη μου! Η φαντασία σου ήταν»…
«Η φαντασία μου»;
«Ναι»…
«Εντάξει, Σούλα… Με συγχωρείς… Είμαι κουρασμένος. Είχα πάει στην πορεία και φαίνεται ότι, με όλα τα δακρυγόνα και τον συνωστισμό κάτι θα έπαθα. Μην ανησυχείς, όμως… Θα μού περάσει…».
Η Σούλα, κάπως απορημένη, μπήκε στην κουζίνα για να σερβίρει το φαγητό μας και να καθίσουμε να φάμε. Εγώ πλησίασα την μπαλκονόπορτα, την άνοιξα απότομα και βγήκα στο μπαλκόνι. Κάτω στον δρόμο, τα τανκς σημαδεύανε με τα βαριά κανόνια τους, την καρδιά μου…
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ, ΦΙΛΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ. ΝΑ ΖΗΣΟΥΜΕ ΝΑ ΤΟΥΣ ΘΥΜΟΜΑΣΤΕ ΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ…
ΤΕΛΟΣ