Γράφει ο Παναγιώτης Τουμάσης
Τίτλος επεισοδίου: ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΟΝ NOTIS
«Το πήρα απόφαση, αγάπη μου!», φώναξα στην αγαπημένη μου Σούλα, την ψυχή της ψυχής μου, την καρδιά της καρδιάς μου, το έτερό μου μισό. «Θα γράψω κάτι για τον Σφακιανάκη».
«Ποιον Σφακιανάκη, καλέ;», ρώτησε η ομορφιά του σπιτιού μου (εδώ κόψε κάτι), η παχουλούλα μου (εδώ πρόσθεσε κάτι), η στρουμπουλούλα μου (στοπ). «Τον Σφακιανάκη της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος»;
«Όχι, βρε κορίτσι μου! Πού τον θυμήθηκες αυτόν; Για τον άλλον μιλάω. Τον Νότη· τον τραγουδιστή»…
«Α, εννοείς τον Notis, Τάκη μου! Τον Notis τον Θεό!...», εκστασιάστηκε εκείνη. Βγήκε απ’ την κουζίνα σκουπίζοντας τα χέρια της πάνω στην άσπρη ποδιά της.
«Μα», τόλμησα να διαφωνήσω, «δεν… Δεν πιστεύει στον Θεό».
«Τι λες;», με κατακεραύνωσε απότομα. «ΑΥΤΟΣ είναι ο Θεός»!
«Εν πάση περιπτώσει», υποχώρησα, «σκέφτομαι να τού γράψω ένα τραγουδάκι. Θα έχει τίτλο: “ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΣΟΥ”».
«Μπα; Και πώς μπορεί να πηγαίνει ένα τραγουδάκι με τέτοιο χαζό τίτλο; Τα πράγματά σου, τα πράγματά σου, δεν είν’ δικά σου, είναι του Τάσου»;
«Σούλα», την επανέφερα στην τάξη, «σύνελθε! Έχω ήδη έτοιμο το πρώτο τετράστιχο. Να!... Άκουσέ το:
Τα πράγματά σου, μού ’καναν κατάληψη,
να μην μπορώ, μωρό μου, να σε διώξω
και σ’ έχω να μού λες κατ’ επανάληψη,
ότι σού φόρεσα το ουράνιο τόξο.
Λοιπόν; Πώς σού φαίνεται»; Τη ρώτησα γεμάτος αγωνία. «Σ’ αρέσει»; Η κριτική της γυναίκας μου, πάντα με κάνει καλύτερο. Ίσως τούτο να οφείλεται εν πολλοίς στο εντελώς άδειο κεφάλι της.
Η Σούλα απέμεινε βαθύτατα σκεφτική. Πρώτη φορά στη συζυγική μας ζωή, που δεν εκστόμισε ούτε μια λέξη, για τόσα πολλά δευτερόλεπτα. Κάποια στιγμή, αποφάνθηκε: «Πρόσεχε πολύ, Τάκη μου, διότι εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα πραγματικό ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ!!! Πρόκειται δε, για τόσο πολύ αριστούργημα, ώστε θα σε βοηθήσω ΕΓΩ (sic), αγαπημένε μου, να το συνεχίσουμε και να το παραδώσουμε στον Notis, ολοκληρωμένο και άθικτο. Όπως καταλαβαίνω, εντελώς τυχαία κατάφερες να το συνθέσεις, συνεπώς από τώρα και μπρος αναλαμβάνω δράση προσωπικά»!...
Ντουπ!... Είπε και κλείστηκε μέσα στην κουζίνα, διπλοκλειδώνοντας μάλιστα την κλειδαριά με το σιδερένιο κλειδί. Τοκ-τοκ-τοκ, του κάκου χτυπούσα εγώ απέξω για να μ’ ανοίξει. Ένα καζάνι άκουσα αρχικά να βράζει, εν συνεχεία να κοχλάζει και στο τέλος να εκρήγνυται!... Πέρασε μισή ώρα· πέρασε μία ώρα· πέρασαν δύο ώρες και μισή… Ώσπου, η πόρτα άνοιξε. Η Σούλα, αγνώριστη, με τα μαλλιά της σγουρά και μακριά (ενώ όταν μπήκε ήταν κοντά και ίσια), ανέμιζε μια χαρτοπετσέτα όπου είχε σημειώσει πάνω της με μολύβι:
Προτού το καταλάβω με σκεπάσανε,
βαλίτσες, κάθε μέγεθος και τύπο
και σ’ έχω να μού λες, «μωρό μου, ανάσανε,
εγώ ποτέ μου, πια, δε θα σού λείπω».
Αλίμονο, δεν τα ’παιρνα τα γράμματα
κι ήτανε φυσικό να την πατήσω,
αφού φοβάμαι να στο πω κατάματα,
νομίζω πως με σένανε θα ζήσω.
«Δεν είναι τέλειο»; Ρώτησε με τα μάτια της να γυαλίζουν σαν της τρελής!
«ΕΣΥ το ’γραψες αυτό»; Έκανα με θαυμασμό.
«Φυσικά», απάντησε με υπεροψία. «Μήπως με θεωρείς ανάξια, δηλαδή»;
«Ω, όχι, όχι», έσπευσα να την ηρεμήσω. «Απλά, Σουλίτσα μου, εεε… ΔΕΝ ΤΟ ΠΕΡΙΜΕΝΑ από σένα».
«Κουράστηκα πολύ για να το γράψω…», άρχισε να βογγάει ξαφνικά. «Τώρα με πονάει η μέση μου φοβερά»!...
«Η μέση σου»;
«Εμ, αφού κουράστηκα; Τι ήθελες να με πονάει, βρε βλάκα! Βάλε επιτέλους το μυαλό σου να δουλέψει»…
Πάπαλα!... Πήρα την κακοπαθημένη χαρτοπετσέτα στα χέρια μου και την έβαλα δίπλα-δίπλα με το δικό μου χειρόγραφο. Ταιριάζει υπέροχα! Αν και, είμαι της γνώμης ότι, η συνέχεια της Σούλας δεν επέχει εξίσου μεγαλειώδες, εχμ, ειδικό βάρος λογοτεχνικά, εντούτοις, στον Νότη θα το δώσουμε κι όχι στο Μέγαρο Μουσικής. Αποφάσισα ότι είναι εντάξει και κάθισα να το δακτυλογραφήσω…
«Συγχαρητήρια, αγάπη μου», τής είπα. «Ένωσα τα κομμάτια μας και τρέχω να τον βρω να τού το δώσω»!
«Έβαλες και τα δύο ονόματα»;
«Βεβαιότατα! Ορίστε, δες και μόνη σου το τυπωμένο χαρτί: “Σούλα Μιζερή & Τάκης Ξαπλαρής”».
Το διάβασε προσεκτικά. Άλλο πράγμα τα ορνιθοσκαλίσματα κι άλλο να βλέπεις το έργο σου ζεστό-ζεστό, μόλις να έχει βγει απ’ τον εκτυπωτή. Ανεβαίνεις πόντους με την ωραία παρουσίαση!
«Ωραίο είναι», είπε.
«Συμφωνώ»…
«Μολονότι, το δικό σου τετράστιχο, υστερεί εμφανώς»…
Το έραψα για να μην τη βρίσω.
«Αλλά, δεν πειράζει, τζουτζούκο μου. Σε συγχωρώ. Αφού είναι για τον Notis, τον Θεό»…
Έψαξα με το βλέμμα μου, μήπως βρω καμιά βρώμικη κάλτσα να χώσω στο στόμα μου για να μην την ξεπλύνω κανονικά και δεν τη σώζει ούτε ο Νιαγάρας.
«Περίμενε να σού πω τη διεύθυνση, πού θα πας να τον βρεις».
«Μπα;», απόρησα. «Δεν τραγουδάει στο Κέντρο του»;
«Τον διώξανε. Ξέρεις, έκανε κάτι δηλώσεις υπέρ της Χρυσής Αυγής και ο ιδιοκτήτης του Κέντρου του, τού έκανε έξωση».
«Α, ατυχία. Θα πάω στο νέο του Κέντρο, εκεί που σε λίγο καιρό θα τραγουδάει μαζί με την Βανδή».
«Αχ», αναστέναξε η Σούλα. «Κι από εκεί τον διώξανε. Η Βανδή ΔΕΝ ΤΟΝ ΘΕΛΕΙ»… (Λυγμός).
«Ε, τότε πού πρέπει να πάω, βρε Σούλα μου»;
«Εδώ»! Με πληροφόρησε η γυναικούλα μου και μού έβαλε στην παλάμη ένα νέο κομμάτι χαρτοπετσέτας που έγραφε:
«Κον Νικόλαον Μιχαλολιάκον,
Φυλακαί Κορυδαλλού,
Κορυδαλλός,
Ενταύθα».
Δείτε την ανάρτηση μαζί με τα σχόλια των αναγνωστών...