Γράφει ο Παναγιώτης Τουμάσης
Η ΛΙΣΤΑ ΤΗΣ ΣΟΥΛΑΣ (ΜΕΡΟΣ Β΄)
Ξημέρωσε!... Ανοίγει η Σούλα τα παντζούρια… Αμάν! Βροχή… Οι καταρράχτες του Νιαγ… εεε τ’ ουρανού έχουν ανοίξει για τα καλά! Ντριιιν… Πανάθεμά το, αυτό το ξυπνητήρι! Μού ’φαγε τ’ αφτιά… Αφού με ξύπνησε, δε με ξύπνησε; Τι επιμένει;
«Τώρα τρέχουμε, τζουτζούκο μου! Τρέχουμε», φωνάζει όλο έξαψη η Σούλα…
Αχ, αν ήθελα λοχία για το σπίτι μου, θα έπαιρνα εκείνον που είχα στο στρατό! Γυναίκα παντρεύτηκα, όχι λοχία!
«Μάλιστα, λοχία…», απάντησα. Η πειθαρχία είναι το ίδιον του καλού στρατιώτη Σβέικ*… (Φόρος τιμής στον Γιάροσλαβ Χάσεκ).
«Πλύνε δόντια, πλύνε πόδια,
φόρα κράνος, πήδα εμπόδια!
Κάνε γόπινγκ κι αντιγόπινγκ,
εγώ φεύγω, πάω για shopping»!... (Έχει ταλέντο στα εμβατήρια, μην αβασκαθεί)!
Ντουπ! Έφυγε κιόλας. Έκλεισε με πάταγο την πόρτα… Ω, πόσο βιάζεται σήμερα!... O sole miooo!... Εσείς, τραγουδάτε στο μπάνιο; Ξυρίστηκα, πλύθηκα, ντύθηκα, πήρα ομπρέλα – με την τάξη και τη μεθοδικότητα που πάντα με διακρίνει… Α, έχωσα και τη λίστα στην τσέπη μου, τα-ντά!!!
Τι κρίμα, αλήθεια, να μην γίνονται όλες οι δουλειές από το ιντερνέτ… Πόσο απλούστερη θα ήταν η ζωή!
Κρούω με «κλικ» την ηλεκτρονική μου πόρτα
κι ιδού, μπροστά μου, ανοίγεται ένας κόσμος νέος!
Νιώθω πιονέρος, ικανός· νιώθω γενναίος,
ότι δε ζω, κατά πώς λεν, κάτω απ’ τα χόρτα!
Φυσάει αέρας, συν τοις άλλοις… Ξεδιπλώνω με δυσκολία το τυλιγμένο χαρτάκι. Πω, πω, πώς το κατάντησε τούτη η βροχή. Σαν κουρελόχαρτο… Παλεύω με την ομπρέλα στο ’να χέρι και πρέπει να ’μαι ιδιαίτερα προσεχτικός να μην τη γέρνω στο πλάι και γίνομαι παπί…
Πα, πα, πα – το παπί, εεε το σημείωμα! Αναφέρει με το σι και με το νίγμα τις υποχρεώσεις μου. Υποχρέωση, υπ’ αριθμόν ένα: ΚΟΜΜΩΤΗΡΙΟ…
Μπα; Πότε το σημείωσα εγώ αυτό; Αλλά, κριτική θα κάνουμε τώρα; Εχθές βραδίς που το ’γραφα, κάτι θα ήξερα… Βουρ για κομμωτήριο και γρήγορα.
«Πώς το θέλετε το κουρεματάκι, καλέ»; (Ο κομμωτής γυναικίζει).
«Με ελάχιστα ή και καθόλου …χάδια». (Σοβαρά μιλάω).
«Σοβαρά μιλάτε»; (Τον τρώει ο κ@λαράκος του)!
«Βεβαιότατα»… (Τόνος φωνής που δεν επιδέχεται αμφισβητήσεις).
«Αχού, χαριτωμένο»!...
Βγήκα κουρεμένος… Εμ, όποιος πάει για μαλλί! Τι πρέπει να κάνω τώρα; Τη λίστα μου!... Να συμβουλευτώ τη λίστα μου… Κάτω από ένα μπαλκόνι, για να μη βρέχομαι, διάβασα με εξίσου μεγάλη έκπληξη τη δεύτερη υποχρέωσή μου: ΜΑΝΙΚΙΟΥΡ-ΠΕΝΤΙΚΙΟΥΡ…
Ώπα! Την κάτσαμε τη βάρκα… Πού πάνε τώρα; Για καλή μου τύχη, ακριβώς απέναντι, ένα κατάστημα έγραφε επί λέξει: «ΜΑΝΙΚΙΟΥΡ-ΠΕΝΤΙΚΙΟΥΡ»… Κοίτα, σύμπτωση!... Το να ζεις στον κόσμο των γυναικών, έναν κόσμο απλοϊκό όπου όλα παρουσιάζονται αυτοστιγμής στα πόδια σου, έχει τα καλά του… Περπατάς στο πεζοδρόμιο κι ο Θεός ο ίδιος σού κρεμάει τα αγαθά…
Ενώ ο κόσμος των αντρών… Μην το σκέφτομαι, καλύτερα… Έστριψα το πόμολο και μπήκα…
«Ένα φράγκο η βιολέτα! Τσιγκολελέτα, τσιγκολελέτα»!...
«Τι»; (Σάστισα). Δυο γυναίκες αγκαζέ, χορεύανε πέρα-δώθε, κατά μήκος και κατά πλάτος στην αίθουσα.
«Περιμένουμε τη σειρά μας, ευγενικέ μας κύριε», εξήγησαν λαχανιασμένες. «Εσείς, πώς από ’δώ»;
«Μανικιούρ-πεντικιούρ», ψέλλισα δείχνοντας το χαρτάκι…
«Ω, αν είναι έτσι, προηγείστε»!
«Πώς προηγούμαι; Αφού εσείς ήρθατε πρώτα»…
«Παραχωρούμε τη θέση μας! Ε, Βιολέτα; Συμφωνείς να παραχωρήσουμε τη θέση μας, του κυρίου»;
«Ουουου! Και πάρα-συμφωνώ μάλιστα! Θα ’χει θέαμα!...»… Τσίριξε η Βιολέτα.
«Μα», διαμαρτυρήθηκα πιάνοντας το υπονοούμενο, «δεν πρόκειται να γδυθώ. Μόνο νύχια θα φτιάξουμε»…
«Θα γδυθείτε, θα γδυθείτε»! (Επίμονες αυτές)…
Πετάχτηκα αποσβολωμένος έξω, δίχως να ζητήσω περισσότερες διευκρινήσεις. Σιγά μην τούς γδυθώ κιόλας! Δε σφάξανε!... Υποχρέωση νούμερο τρία – άντε, για να ξεμπερδεύουμε μ’ αυτή τη λίστα, επιτέλους: ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΗΝ ΚΑΦΕΤΖΟΥ.
«Ο Τσίπρας πέφτει», δήλωσε με στόμφο η καφετζού. Πικρό καφέ με τράταρε προηγουμένως. «Όλα εξαρτώνται από τούτες τις γραμμές της οικονομίας»… Έστρεψε προς το μέρος μου το φλιτζάνι. «Να, βλέπεις; Φως-φανάρι, τα κατακάθια σου! Άμα πάει πάνω ο δείκτης, ο Τσίπρας κατρακυλάει. Άμα σταματήσει, ανεβαίνει ξανά…».
«Και πού θα σταματήσει»;
«Στο τέσσερα τοις εκατό! Εκεί που ήταν, δηλαδή»…
«Τάρταρα, ε»;
«Όχι! Τα Τάρταρα είναι Καρατζαφέρης»…
«Α»…
«Πηγή: Ενικός τζι-αρ»… Συμπλήρωσε. «Πλήρωσέ με, τώρα»…
«Εχμ, μπορώ να πληρώσω σε είδος»; Ρώτησα.
«Τι είδος»;
«Θα βάλω λινκ δικό σας στο σάιτ που γράφω»…
«Χα, χα, χα!... Καλό ανέκδοτο», κάγχασε. «Εσύ δεν μπορείς να βάλεις ούτε λινκ δικό σου, στο σάιτ που γράφεις!... Λεφτά θέλω και άσε τα ψόφια»…
ΤΕΛΟΣ Β΄ ΜΕΡΟΥΣ – Συνεχίζεται…
Δείτε την ανάρτηση μαζί με τα σχόλια των αναγνωστών...